προσπολώ

προσπολώ
-έω, Α [πρόσπολος]
1. είμαι πρόσπολος* κάποιου, εργάζομαι ως θεράπων, ως ακόλουθος
2. παθ. προσπολοῡμαι, -έομαι
συνοδεύομαι από πλήθος υπηρετών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”